Σανσί

Σανσί
Επαρχία της Β. Κίνας, που συνορεύει στα Α. με το Χοπέκ, στα Ν. με το Χονάν, στα Δ. με το Σενσί και στα Β. με την αυτόνομη περιοχή της Εσωτερικής Μογγολίας. Έχει έκταση περ. 156 000 τ. χιλιόμ. και πληθυσμό που ξεπερνά τους 28 750 000 κατ. Πρωτεύουσα είναι η Ταϊγιουάν (περ. 1 930 000 κάτ.), πόλη πυκνοκατοικημένη στο κέντρο μιας απέραντης πεδιάδας, έδρα πανεπιστημίου. Τα σύνορα ανάμεσα στις επαρχίες Χονάν και Σενσί διατρέχει κατά μήκος ο Κίτρινος ποταμός. Η περιοχή αποτελείται από ένα οροπέδιο ύψους 800 - 1500 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, το οποίο στις πλευρές του περιορίζεται από ψηλότερες κορυφές (Βου - Ταϊσάν, 2996 μ.). Στο κεντρικό τμήμα η εύφορη κοιλάδα του Φεν -Xo, παραπόταμου του Κίτρινου ποταμού, εν μέρει πλωτού και μία σειρά λεκανοπεδίων αποτελούν τον πυρήνα της οικονομικής δραστηριότητας. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό με αρκετά ψυχρούς χειμώνες, και ζεστά καλοκαίρια και σπάνιες βροχοπτώσεις. Τα βουνά στα Β. του Σ. σκεπάζονται από κωνοφόρα δέντρα και είναι μέχρι σήμερα κατοικία λύκων, τίγρεων και αγριογούρουνων. Η περιοχή παράγει πολλά γεωργικά προϊόντα, τα οποία αφθονούν ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μεγαλύτερων βροχοπτώσεων (σιτάρι, κεχρί, βρώμη, πατάτες, και σε καλά προφυλαγμένες τοποθεσίες καπνό και βαμβάκι). Σημαντικά είναι τα κοιτάσματα άνθρακα και σιδήρου, που έχουν καταστήσει το Σ. μία από τις πρώτες περιοχές για την επεξεργασία του σιδήρου. Στα Ν. μία λίμνη με αλμυρό νερό τροφοδοτεί τις γύρω περιοχές με αλάτι. Άλλα σπουδαία κέντρα εκτός από την πρωτεύουσα είναι το Πινγκγιάο και το Πινγκγιάνγκ. Η Ταϊγιουάν συνδέεται με τη γραμμή Λαντσού -Ναντσίνο διαμέσου μιας σιδηροδρομικής γραμμής που διατρέχει τη χώρα από Β προς Ν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Πόλο, Μάρκο — (Marco Polo, Βενετία ή Κούρτσολα 1254 – Βενετία 1324). Ιταλός εξερευνητής. Γιος του Νικολό Πόλο, πλούσιου εμπόρου, που, μαζί με τον αδελφό του, Μανέο, έκανε συχνά εμπορικά ταξίδια στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Ανατολικής Μεσογείου·… …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”